- παλλίολον
- παλλίολον, τὸ (Α)υποκορ. τού πάλλιον.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. palliolum «ιμάτιο»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μόρινος — μόρινος, η, ον (Α) [μόρον] αυτός που έχει το χρώμα τού μούρου («παλλίολον μόρινον», πάπ.) … Dictionary of Greek